- μυόπορο
- τοβοτ. γένος φυτών με 20 θαμνώδη είδη τών εύκρατων περιοχών τής Αυστραλίας, τής Μαλαισίας, τής Κίνας και τής Ιαπωνίας, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται σε κήπους στην Ευρώπη, τής οικογένειας μυοπορίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myoporum (< μυῶ + πόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.